Από το Μαρίνη Πολυχρονόπουλο
Φιλόλογο- Ιστορικό
Η χαροκαμμένη μάνα σπαραχτικά θρηνεί
στο μνήμα τα δυο της τα παιδιά,
που τα σκότωσε η διχόνοια στον εφύλιο
από αδελφικά ,δυστυχώς ,πυρά !!!
Ποτέ πια εθνικός διχασμός ,που πάντοτε καταλήγει
σε εθνική τραγωδία για την πατρίδα.
Ο πόλεμος δε λύνει κανένα πρόβλημα ,γιατί ο ίδιος είναι το πρόβλημα.
Ο πόλεμος είναι πάντα καταστροφικός για το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον.
Ο σκληρότερος των πολέμων είναι ο θρησκευτικός πόλεμος ,γιατί είναι ο πιο φανατικός.
Στο όνομα κάποιου Θεού έχουν γίνει τα πιο ειδεχθή εγκλήματα.
Ο χείριστος όμως των πολέμων είναι ο εμφύλιος,γιατί ο εχθρός δεν είναι απέναντί σου, αλλά πισώπλατα -ύπουλα σε δολοφονεί.
Μαρίνης
Βρισκόμαστε στο τέλος του 2ου Εμφυλίου πολέμου ,στην άνοιξη του 1949 .
Η ενάτη μεραρχία του Εθνικού στρατού έχει σαρώσει κυριολεκτικά τη μαρτυρική Πελοπόννησο ,έχει εκκαθαρίσει και συντρίψει και τις τελευταίες δυνάμεις του Δημοκρατικού στρατού. Ακολουθούν αθρόες συλλήψεις των πολιτικών αντιπάλων ,
( αριστερών ) εκτοπίσεις ,φυλακίσεις και στήνονται έκτακτα στρατοδικεία παντού.
Στην Τρίπολη ,στην περιοχή του Σέχι με αγκαθωτό συρματόπλεγμα έχει δημιουργηθεί ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όλων των πολιτικών κρατουμένων,.
που θα περάσουν από δίκη στο έκτακτο στρατοδικείο . Το στρατόπεδο φρουρείται αυστηρά νυχθημερόν από το στρατό.
Εκεί καθημερινά προσάγονται για δίκη Έλληνες αριστεροί από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου και στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο ,πρόχειρα σε σκηνές.
Πολλοί προέρχονται από την επαρχία της Γορτυνίας και αρκετοί και από το χωριό μας. Είναι γνωστό πως το χωριό μας ,που πρωτοστάτησε στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 ,είχε δυστυχώς όμως στα Δεκεμβριανά και στο 2ο Εμφύλιο πολλά θύματα, δυσανάλογα με τον πληθυσμό του κι αυτό κυρίως οφείλεται από την επάρατη διχόνοια που έπεσε μεταξύ μας ,από τα << φίλια πυρά >>.
Ένας λοιπόν από τους υπόδικους και πολιτικούς κρατούμενους ήταν και ο πατέρας μου , ο Γρηγόρης Πολυχρονόπουλος του Τσιριμοθανάση, ο βιολιτζής και παραδοσιακός τραγουδιστής του καιρού του .
Είναι αλήθεια πως ο πατέρας μου δεν είχε πειράξει άνθρωπο ,δεν είχε πατήσει ούτε μυρμήγκι ,που λέει ο λόγος . Τα πραγματικά ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του ήταν τα εξής δύο: .Ήταν εκ πεποιθήσεως φανατικός αριστερός και δε βούλωνε το στόμα του και είχε αδελφό το Μαρίνη ,που σκοτώθηκε στις τρεις Γέφυρες ,στην Αθήνα ,στα Δεκεμβριανά το 1944 .
Έτσι ,όπως πάντα σε έκρυθμες πολιτικές καταστάσεις ,με συνοπτικές διαδικασίες μεταφέρεται με καμιόνι του στρατού μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του στην Τρίπολη , αρχές Μάρτη του 1949, στο στρατόπεδο του Σέχι ,ως υπόδικος πολιτικός κρατούμενος , όπου και θα αναμένει την ετυμηγορία των δικαστών του.
Δύσκολο να σας περιγράψω ποια κατάσταση επικρατούσε στο καλύβι του στα Γουβιά. Άφησε πίσω του μια γυναίκα ανυπεράσπιστη ,τη μάνα μου τη Τζιουκολένη , αβοήθητη , με τέσσερα κορίτσια μικρά , με ένα παιδί στη νάκα ,εμένα το Μαρίνη, ένα κοπάδι από 150 γιδοπρόβατα χωρίς τον τσοπάνη του και τους δυο γονείς του ανήμπορους και κατάκοιτους στο καλύβι τους ,στα Γουβιά !!!
Η μάνα μου κυριολεχτικά τρελαίνεται καθώς τώρα μόνη της αναλαμβάνει να σηκώσει μεγάλα βάρη , να ταΐσει μια ολόκληρη φαμελιά ,να διαφυλάξει την περιουσία της ,να φροντίσει το ποίμνιό της από τις κλεψιές των πολιτικών αντιπάλων του πατέρα μου και να κλείσει το στόμα της στις απειλές και στις προκλήσεις τους.
Έζησε πρώτη στο πετσί της το γνωστό μας μετεμφυλιοπολεμικό κράτος της Δεξιάς σε όλο του το μεγαλείο, μα δε λύγισε . Γιατί ήταν γυναίκα με ισχυρή θέληση, θάρρος και υπομονή και είχε βαθιά πίστη στο Θεό , ώστε τελικά νίκησε ,όσους εντελώς άδικα και ανυπόστατα κατηγορούσαν τον άντρα της και επιβουλεύονταν και την ίδια του τη ζωή.
Οι πληροφορίες όμως , που έφταναν καθυστερημένα ως το απομακρυσμένο απ' την κοινωνία καλύβι της ,στα Γουβιά ,κάθε άλλο παρά ευχάριστες ήταν. Ακουγόταν ότι το στρατοδικείο της Τρίπολης επέβαλε σε υπόδικους βαριές ποινές , όπως εκτελέσεις ,εξορίες και πολυετείς φυλακίσεις.
Αυτό ανησύχησε πολύ τη μάνα μου και ύστερα από συμβουλή και του θείου μου του Ντρούλια, αποφάσισε να μεταβεί προσωπικά στην Τρίπολη και να ζητήσει ακρόαση από το στρατηγό Πεντζόπουλο Θωμά ,στρατιωτικό διοικητή της << ενάτης.>>.
Ορμήνευσε αποβραδίς κατάλληλα τα πεθερικά της και τις μεγαλύτερες αδελφές μου για τα καθήκοντά τους ,όσο θα έλειπε , και δυο ώρες νύχτα καβάλα στη γαϊδουρίτσα της και εμένα στη νάκα της ανηφόρισε για το Βαλτεσινίκο για να πάρει το λεωφορείο για την Τρίπολη. Τότε το χωριό μας δεν είχε οδική επικοινωνία με την Τρίπολη και όσοι ήθελαν να μεταβούν εκεί θα έπρεπε να έρθουν πεζή ή έφιπποι στο κεφαλοχώρι της περιοχής ,στο Βαλτεσινίκο.
Σαν έφτασε εκεί ξεκαβαλίκεψε απ' τη γαϊδουρίτσα της ,την πήγε σε ένα φιλικό της σπίτι και την εμπιστεύτηκε για προσωρινή φύλαξη και έχοντας κι εμένα πάντοτε ,
φορτωμένο στην πλάτη της μέσα στη νάκα ,έφτασε έγκαιρα στην πλατεία του χωριού,
όπου σε λίγο προθέρμαινε τη μηχανή ο οδηγός του λεωφορείου.
Το άγριο και απότομο μούγκρισμα του λεωφορείου τάραξε το γαλήνιο ύπνο μου και άρχισα να τσιρίζω και να κλαίω. Η μάνα μου με πήρε στοργικά στην αγκαλιά της και ξεκουμπώνοντας την πουκαμίσα της με θήλασε.. Ύστερα με τύλιξε με την πάνα και με φάσκιωσε πάλι στη νάκα μου.
Ανέβηκε στη συνέχεια γοργά στο λεωφορείο ,πλήρωσε το εισιτήριο και κάθισε στη θέση ,που τις υπέδειξε ο εισπράκτορας., καθότι αγράμματη. Θες το μούγκρισμα της μηχανής ,θες το δικό της μητρικό γάλα ,θες το γλυκό της νανούρισμα εγώ ησύχασα εντελώς κι αποκοιμήθηκα ,ώσπου μετά από ένα τρίωρο ταξίδι φτάσαμε επί τέλους στον προορισμό μας.
Ο εισπράκτορας ανακοίνωσε φωναχτά την άφιξή μας στην Τρίπολη και το τέρμα της διαδρομής στη σημερινή πλατεία Ανεξαρτησίας Η μάνα μου προσέχοντας εμένα κατέβηκε προσεχτικά το λεωφορείο και μισοζαλισμένη κάθισε για λίγο για να συνέλθει στην άκρη του πεζοδρομίου κοντά στο παρακείμενο καφενείο .
Ζήτησε απ' τον καφετζή λίγο νερό για να ξεπλύνει το στόμα της ,έβρεξε με μια μπουχιά τα μάτια και πρόσωπό της και παίρνοντας πληροφορίες για το στρατηγείο
ξεκίνησε για να παραπονεθεί στο στρατηγό για την άδικη κράτηση του άντρα της .
Στο δρόμο συναντήθηκε και με κάποιο κοντοχωριανό μας ,που πήγαινε για τον ίδιο λόγο στο στρατηγείο και έτσι ηρέμησε και πήρε περισσότερο θάρρος.
Το στρατηγείο στεγαζόταν ,προσωρινά βέβαια ,στο ξενοδοχείο Ακροπόλ επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου ,που είχε επιταχθεί από την Πολιτεία. Στην είσοδο και στο δρόμο γινόταν μεγάλη φασαρία . Επικρατούσε εκεί το αδιαχώρητο και μεγάλη αταξία. Έλληνες πολίτες πάσης ηλικίας ,γυναίκες και άντρες διαγκωνίζονταν ποιος θα πετύχει να περάσει τη μεγάλα Πόρτα , την πύλη του Παραδείσου και να προσπαθήσει να σώσει τον άνθρωπό του απ' τα δόντια του στρατοδικείου!!
Οι στρατιώτες ,που φρουρούσαν την είσοδο με δυσκολία και με το κοντάκι του όπλου τους , απομάκρυναν βίαια τον κόσμο, που προσπαθούσε να εισέλθει στο κτίριο. Η μάνα μου ,έχοντας και το πρόσθετο βάρος ,εμένα πάντα στην πλάτη της , έσπρωχνε και σπρωχνόταν για να πλησιάσει στην είσοδο του κτιρίου και να δηλώσει το όνομά της στο φρουρό στρατιώτη και ύστερα να αναμένει να τη φωνάξουν σε ακρόαση .
Για καλή μας τύχη στον εξώστη του ξενοδοχείου είχε βγει ο στρατηγός Πεντζόπουλος ,ίσως για να καπνίσει το τσιμπούκι του, ή για καθαρό αέρα και διέκρινε την απέλπιδα προσπάθεια της μάνας μου να προσεγγίσει την είσοδο., έχοντας κι εμένα στη πλάτη της ζαλιά και να κλαίω ασταμάτητα .
Δεν ξέρω τι συναισθήματα αυτή η σκηνή να του θύμισε προσωπικά και έδωσε αμέσως εντολή στον υπασπιστή του να διατάξει τη φρουρά να επιτρέψει στην άγνωστη γι' αυτόν γυναίκα να μπει στο κτίριο. Πάντως η πράξη του αυτή δήλωνε άνθρωπο καλλιεργημένο πνευματικά και με φιλάνθρωπα συναισθήματα .
Αφού η μάνα μου πέρασε τον ασφυκτικό κλοιό του πλήθους και των στρατιωτών ,ανέβηκε με σταθερό αλλά αργό βήμα την εσωτερική σκάλα του ξενοδοχείου ,που οδηγούσε στην αίθουσα ακροάσεων του στρατηγού.
Οι φαντάροι τής κατέβασαν τη νάκα από την πλάτη , και για να με καλμάρουν να κλαίω μου έδωσαν ένα κομμάτι από κουραμάνα , που με ησύχασε και άρχισα να το γλύφω λαίμαργα. υπό το γλυκό βλέμμα της μάνας μου. Παίζοντας μαζί μου κάθε τόσο με ρωτούσαν ,χωρίς και να αναμένουν απάντηση :
- Και εσύ αντάρτης είσαι, και εσύ ανταρτόπουλο είσαι ;
Μα εγώ φυσικά τίποτα δεν καταλάβαινα απ' τα αστεία τους.
Αλήθεια τη μεγάλη τιμή και αξίωμα ,άθελά τους, έδιναν σε ένα βυζανιάρικο!
Σήμερα θα μπορούσα υπερήφανα να τους απαντήσω με δυο στίχους της ποιήτριας της Εθνικής Αντίστασης ,Σοφίας Παπαδάκη:
<< Με χίλια ονόματα , μια χάρη,ακρίτας είτε αρματωλός.
Αντάρτης ,κλέφτης,παληκάρι,πάντα ο ίδιος ο λαός . >>
Η μάνα μου στο μεταξύ ,παρόλο που είχε μελετήσει αποβραδίς στο καλύβι της τι θα ειπεί στο στρατηγό για να ελαφρύνει τη δεινή θέση του άντρα της , πάλι τώρα τα φρέσκαρε στη μνήμη της .Ύστερα κούμπωσε την μπλούζα της ,έδεσε καλύτερα το φακιόλι της , σκούπισε με το μαντήλι της το ιδρωμένο πρόσωπό της και υπομονετικά περίμενε στην πόρτα , όπου ο στρατιώτης φρουρός θα της έδινε την άδεια για να εισέλθει.
Ανέμενε για λίγο ώσπου να βγει ο προηγούμενος και εισερχόμενη βρέθηκε μπροστά στο στρατηγό και στους επιτελείς του. Τους καλημέρισε και αυτός κοφτά τη ρώτησε :
- Τι θέλεις, κυρά μου , εδώ φέρνοντας μαζί και το βυζανιάρικό σου ;
- Τι θέλω στρατηγέ μου ; του απάντησε.. Έχετε συλλάβει και φυλακίσει τον άντρα μου χωρίς αιτία και αφορμή και ξεκίνησα να διαμαρτυρηθώ και να συμμεριστείτε τον πόνο μου .Είμαι μόνη και παντέρημη σε ένα καλύβι με τέσσερα μικρά κορίτσια και με το βυζανιάρικο αγόρι στη νάκα ,με δυο ανήμπορους και κατάκοιτους γέρους και με το κοπάδι χωρίς το αφεντικό του κι απροστάτευτο .
- Πως λέγεται ο άντρας σου ; την έκοψε κοφτά .
- Πολυχρονόπουλος Γρηγόριος του Αθανασίου ,απ' τη Μυγδαλιά -Γλανιτσιά της Γορτυνίας, του απάντησε.
Ένας υπασπιστής του, χωρίς να περιμένει τη διαταγή του ,άνοιξε γρήγορα έναν ξύλινο φοριαμό και, αφού για λίγο ξεφύλλισε τους φακέλους των κρατουμένων, εντόπισε το φάκελο του άντρα της και τον παρέδωσε στο στρατηγό.
Εκείνος άρχισε χαμηλόφωνα να διαβάζει όσα έγραφαν στην αναφορά τους οι
κατήγοροι συγχωριανοί του για να τον εκδικηθούν.
Το κατηγορητήριο ήταν βαρύ και παραφουσκωμένο από τους συγχωριανούς του πολιτικούς αντιπάλους. Έγραφαν ότι είναι επικίνδυνος αριστερός ,ότι το καλύβι του στα Γουβιά ήταν σημείο επαφής και συγκέντρωσης των αριστερών και ότι ο ίδιος είχε αναλάβει σύνδεσμος και καθοδηγητής της τοπικής οργάνωσης. ενώ παράλληλα τροφοδοτούσε , φιλοξενούσε και φυγάδευε τους διερχόμενους αριστερούς.
Σαν τελείωσε την ανάγνωση της αναφοράς ,τήςς απάντησε ειρωνικά :
- Βλέπεις ,κυρά μου ,πως δεν είναι και τόσο αθώος ο άντρας σου και πως μόνο φόνο δεν έχει κάνει και δε βγήκε στο κλαρί με τους άλλους συναγωνιστές του.
Η μάνα μου όμως ξεπέρασε την πρώτη ψυχρολουσία του και ξεδίπλωσε μπροστά στο στρατηγό όλη τη ρητορική της δεινότητα και τα επιχειρήματά της.
- Τα βάσανά μας σε ποιους να τα μολογήσω; Και ποιος να με συμμεριστεί και να με καταλάβει; Μόνο ένας Θεός τα ξέρει. Από ποιους να φυλαχτούμε στρατηγέ μου; Έρχονταν καθημερινά ,σαν τα φαντάσματα , οι ξυπόλητοι και νηστικοί αριστεροί και μας έπαιρναν με την απειλή των όπλων τους το ψωμί από το φούρνο, ένα κομμάτι τυρί για προσφάγι και κρύβονταν ύστερα μέσα στα πλάγια ,στις σπηλιές και στις αυτοσχέδιες κρυψώνες τους. Την άλλη ημέρα ξεμύταγαν άλλοι τρεκλίζοντας με τραύματα στο σώμα τους και εκλιπαρούσαν κάποιο κουρέλι καθαρό να τα δέσουν και λίγο τσίπουρο ή τριμμένη δερμάτινη λουρίδα να τα απολυμάνουν από τη σήψη. Δε μας ξέχναγαν όμως και οι δεξιοί , οι χίτες ,που ξανάφαιναν απ' το Βαρταλώνι και με ποδοβολητά και με πυροβολισμούς στον αέρα αναζητούσαν το Γληγόρη να τον συλλάβουν . Μα εκείνος πάντα έβρισκε τρόπο να τους ξεγλιστράει και να κρύβεται βαθιά στο Μπουντρούμι. .Αυτοί τότε οργισμένοι μας απειλούσαν πως θα μας κάψουν το καλύβι και να βγάλουμε τα παιδιά όξω να μη τα κάψουν ζωντανά . Τα παιδιά φοβισμένα έκλαιγαν και καλούσαν τον πατέρα τους για προστασία. Άλλοτε πάλι φέρνονταν σκληρά και στον ηλικιωμένο πεθερό μου ,που έμπαινε μπροστά τους και τους εμπόδιζε να βάλουν φωτιά στο καλύβι μας και να το κάνουν στάχτη!! Τη νύχτα κρυφά μας έκλεβαν και από μια γίδα ή κανά τραγί ,το έβραζαν και γλεντοκοπούσαν ως τα χαράματα προκλητικά και με ξεφαντώματα στην αγορά του χωριού.
Τι θα κάνατε και εσείς στη θέση του άντρα μου; Με το στανιό τον κράταγα να μην εγκληματήσει. Μετά όλους θα μας εκτελούσαν ομαδικά. Η κατάστασή μας ήταν απελπιστική. Από πουθενά δεν είχαμε απάντιο και προστασία . Ποιος θα μας έριχνε δίκιο ; Και οι συγγενείς μας ,χωρισμένοι στα δύο στρατόπεδα , είτε αδιαφορούσαν είτε δεν μπορούσαν να μεσολαβήσουν για να μας βοηθήσουν.
- Αρκετά κυρά μου , φτάνει ,τη διέκοψε απότομα και τη ρώτησε:
- Αλήθεια ,τι γραμματικές γνώσεις έχει ο άντρα σας; Εδώ τον κατηγορούν ως σύνδεσμο και καθοδηγητή ,τουλάχιστον θα έχει περάσει από το Σχολαρχείο για να κατέχει αυτό το ρόλο.
- Δεν έχει τελειώσει ούτε το Δημοτικό σχολειό , στρατηγέ μου ,του είπε κοφτά με σιγουριά..
Αλληλοκοιτάχθηκαν οι επιτελείς με το στρατηγό .Η κατηγορία ήταν πλαστή και χαλκευμένη ,άρα αίολη και γίνηκε για λόγους καθαρά εκδικητικούς .Σε αυτό δεν είχαν πλέον καμιά αμφιβολία . Της είπαν να περάσει έξω και να περιμένει για να συσκεφτούν και να αποφασίσουν.
Ο λίγος χρόνος που πέρασε της μάνας μου της φάνηκε αιώνας. Σε λίγο την ξαναφώναξε ο στρατιώτης να περάσει στην αίθουσα. Ο στρατηγός φαινόταν περισσότερο γαλήνιος και ήρεμος. Είχε έτοιμη την ετυμηγορία του. Μια ετυμηγορία που έμελλε να αλλάξει την τύχη όχι μόνο του πατέρα μου ,αλλά και της οικογένειάς του.
- Αν καταδικάζαμε με αυτές τις κατηγορίες ,θα έπρεπε σήμερα να εκτελούμε τη μισή Ελλάδα και τότε αλλοίμονο μας , θα ξαναφέρναμε τους Τούρκους. και στο Μοριά,, της είπε . Εμείς ήρθαμε να συμφιλιώσουμε τους Έλληνες και όχι να τους διχάσουμε και να τιμωρήσουμε δίκαια ,όσους διέπραξαν εγκλήματα και συνέχισε :
- Πάρε το παιδί σου και μάζεψε την οικογένειά σου ,που σε χρειάζεται. κυρία μου. Ως το απόγευμα θα τον απολύσω. Μην του το ειπείς όμως. Πες του να γίνει από εδώ και πέρα νομοταγής πολίτης και να ασχοληθεί με ειρηνικά έργα πλέον και να αναθρέψει την οικογένειά του.
- Σε ευχαριστώ για την κατανόηση που δείξατε στο θέμα μας, και τη λύση που δώσατε του ανταπάντησε ,τους αντιχαιρέτησε σεμνά ,με πήρε στην αγκαλιά της και κατέβηκε ευχαριστημένη ,που τα λόγια της έπιασαν τόπο.
Σταμάτησα κι εγώ τα κλάματα ,σαν να επικοινωνούσαμε μυστικά οι δυο μας ,τώρα που η μάνα μου πέτυχε αυτό που διακαώς ήθελε.
Τώρα έπρεπε να πάμε και στο στρατόπεδο στου Σέχι να δούμε και τον πατέρα μου. Ξαφνιάστηκε κάπως, δεν μας περίμενε. Τον βρήκαμε στο μαύρο του το χάλι,. όπως και οι υπόλοιποι κρατούμενοι. ήσαν . Άπλυτος, αξύριστος, ανάλλαγος , γεμάτος ψείρες και φανερά αδύναμος . Τον φώναξε με τον τηλεβόα ένας στρατιώτης να έρθει στην πύλη.
Μέσα από το συρματόπλεγμα ο πατέρας μου ,απέξω η γυναίκα του με μένα στη νάκα. Της ζήτησε να με λύσει από τις φασκιές και με έδωσε στα στιβαρά του χέρια και με φίλησε. Ύστερα ευχαριστημένος με ξανάδωσε στη μάνα μου και άρχισε ο μεταξύ τους διάλογος .Ήταν πολύ σύντομος όμως ,γιατί η σάλπιγγα τους καλούσε να γευματίσουν .Η μάνα μου ξεδίπλωσε γρήγορα από την τσέπη της φούστας της το μαντήλι της και του έδωσε λίγα χρήματα. Όλοι έτρεχαν να πάρουν την καραβάνα τους και να μπαίνουν στη σειρά ,δίπλα στο μεγάλο καζάνι. Το καθημερινό τους φαγητό ήταν τα φασόλια ,που ήταν γεμάτα από μπαμπουγέρια, -μαμούνια ( σκουληκάκια ) ,όπως μας έλεγε αργότερα στο καλύβι μας.. Από την πείνα τους τα έτρωγαν κι αυτά μαζί!!
Βιαστικά και η μάνα μου επέστρεψε μέσα στην πόλη και στο πρακτορείο των λεωφορείων. Μόλις που προλάβαμε το λεωφορείο για το Βαλτεσινίκο. Επιβιβαστήκαμε μαζί με άλλους για τον προορισμό μας. Από το Βαλτεσινίκο πήραμε τη γαϊδουρίτσα μας και αναχωρήσαμε για τα Γουβιά.. Φτάσαμε το σουρούπωμα . Αργά το βράδυ όλοι συγκεντρωμένοι έξω στην αυλή μας ,κάτω από το λαμπρό μαγιάτικο φεγγάρι άκουγαν με κομμένη την ανάσα ,μικροί και μεγάλοι , όσα η μάνα μου αντιμετώπισε στη διάρκεια της ημέρας και μας τόνισε πως τα λόγια -επιχειρήματα ,μπορούν να γυρίσουν και το ποτάμι πίσω. !!! Με συγκρατημένη αισιοδοξία περιμέναμε και την απελευθέρωση του πατέρα μας.
Στο μεταξύ ,αργά το απόγευμα ,όταν αρχίζει η Τρίπολη να αποσκιάζει, κάλεσαν και τον πατέρα μου να πάρει τα πράγματά του και να έρθει μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου. Από πράγματα είχε μόνο ένα μαντήλι και ένα σουγιά κολοκοτρωναίικο για αυτοπροστασία ,όπως το συνήθιζε. Εκεί του επέδωσαν το έγγραφο της αποφυλάκισής του. Δεν πίστευε στα αυτιά του !!!
Χαρούμενος αποχαιρέτησε τους συντρόφους του,τους ευχήθηκε καλή τύχη και εξήλθε του στρατοπέδου. Δε γύρισε να ματακοιτάξει πίσω του. Φοβόταν μη μετανιώσουν και τον ξαναμπουζουριάσουν μέσα. και άειντε τώρα ξεμπέρδευε πάλι μαζί τους.!
Όμως τόσο αργά λεωφορείο για τον Πύργο δεν είχε και γρήγορα θα έπρεπε να λύσει ένα δίλημμα που ορθωνόταν μπροστά του : ή θα έμενε στην Τρίπολη ως την άλλη ημέρα ή θα πήγαινε πεζή στα Γουβιά ολονυχτίς.
Χωρίς δεύτερη σκέψη προτίμησε το δεύτερο Ίσως να σκεφτόταν και τα χρήματα από το εισιτήριο που θα γλύτωνε και τα είχε τόσο ανάγκη η φαμελιά του. Άλλωστε ο δρόμος μέσω της Αλωνίσταινας του ήταν πολύ γνωστός και τον είχε πολλές φορές περπατήσει πηγαίνοντας στα διάφορα πανηγύρια της περιοχής με την κομπανία του.
Ο πατέρας μου είχε και εμπιστοσύνη στα πόδια του. Είχε γρήγορο περπάτημα λες και είχε φτερά ,ως άλλος φτεροπόδαρος Ερμής . Ανηφόρισε γοργά προς το σημερινό Παναρκαδικό Νοσοκομείο και πέρασε έξω απ' τη Συλήμνα ,κατέβηκε στον κάμπο της Νταβιάς και ανηφόρισε προς την Πιάνα, που επιβλητικός ορθωνόταν ο Αϊ- Γιώρης του. Σταυροκοπήθηκε και συνέχισε την πορεία του βορειοδυτικά.
Με το χαλούπωμα κοντοζυγώνει στην Αλωνίσταινα ,χωριό πολύ γνωστό του από τα γλέντια που είχε κάνει με την κομπανία του στο παρελθόν ,αλλά βρήκε τις πόρτες των φίλων σφαλιστές και κλειδομανταλωμένες ,λόγω του εμφυλίου πολέμου. Είχε χαθεί πλέον η εμπιστοσύνη των ανθρώπων και η καρδιά τους είχε σκληρύνει..
Ανηφορίζει ,λουσμένος στον ιδρώτα και στην απλυσιά και φτάνει ψηλά στο διάσελο της Αλωνίσταινας ,όταν του φάνηκε πως άκουσε ουρλιαχτά λύκων ,που έρχονταν μέσα από τα έλατα .Βρισκόταν, υπολόγισε ,στη μέση της διαδρομής.
Ο πατέρας μου όμως ήταν και ψυχωμένος άντρας, είχε θάρρος και θα πουλούσε ακριβά το τομάρι του .Γλύτωσε το στρατοδικείο και από τους ανθρώπους και θα τον έτρωγαν τώρα οι λύκοι.!!! Εδώ που έφτασε ήταν αποφασισμένος για όλα. ΄Η εγώ ή αυτοί ,σκέφτηκε από μέσα του.
Γυρίζει μια κορφή μικρού έλατου και τη σπάζει. Ύστερα με το σουγιά του κόβει τα κλωνιά του και το έχει κι αυτό για φονικό όπλο , όπως και το σουγιά του, όταν θα τον περικυκλώσουν και του επιτεθούν.
Διαπιστώνει σε λίγο όμως πως τα ουρλιαχτά δε ν προέρχονταν από λύκους, αλλά από μερικά τσοπανόσκυλα που τον οσμίστηκαν ,καθώς περνούσε απ' τα μαντριά των βοσκών της γύρω περιοχής. Του επιτέθηκαν αυτά τα μαντρόσκυλα, αλλά αμύνθηκε με τα χουγιαχτά και το ελατόκλαρο και τα απομάκρυνε..
Σαν απομακρύνθηκε από τα μαντριά πάλι επικράτησε μια ησυχία και γαλήνη.
Συνέχισε να περπατάει ή καλύτερα να τρέχει ασταμάτητα ,δεν κάνει ούτε στάση για να ξαποστάσει για λίγο ,να πάρει ανάσα να μη σκάσει. Τρέχει και όλο τρέχει.!!!
Με σύμμαχό του το ολόγιομο μαγιάτικο φεγγάρι συνεχίζει την πορεία του για τη Βυτίνα, ,που βλέπει από ψηλά κάποια φωτάκια της να τρεμοσβήνουν .Πήρε περισσότερο θάρρος και ανάπνευσε βαθιά συνεχίζοντας την κατηφορική πορεία του.
Σε λίγο την παρακάμπτει και πάλι ανηφορίζει με κατεύθυνση προς τα Μαγούλιανα. Τώρα τα πόδια του αρχίζουν να βαραίνουν απ΄ την κούραση ,αλλά ο τόπος του φαινόταν μες στην αποστασίλα του περισσότερο γνώριμος ,φιλόξενος και μαλακός μαζί του.
Στην πολυτραγουδισμένη μαγουλιανίτικη βρύση θα ξεδιψάσει και θα ρίξει νερό στο πρόσωπό του, που λούζεται μες τον ιδρώτα,, παίρνοντας νέες δυνάμεις για να συνεχίσει την πορεία του.
Περνά και το μεγαλόπρεπο σανατόριο της << Μάνας >> και κατηφορίζει προς το Βαλτεσινίκο, που άσπριζε στο φως του φεγγαριού. Έχει για τα καλά κόψει η νύχτα .
Στο γεφύρι θα πετάξει και την ελατόκλαρα στο ρέμα .Βρίσκεται τώρα σε γνώριμα μέρη και δεν την έχει πλέον ανάγκη για προστασία. Άλλωστε κόπηκε και το ζερβί του χέρι από το βάρος της. να την κουβαλάει.
Στο χωριό επικρατεί απόλυτη ησυχία ,μόνο το κελάρυσμα του νερού του Κεφαλόβρυσου ακούγεται . Πού και πού ουρλιάζει κάνα σκύλος ή νιαουρίζει καμιά γάτα .Ανεβαίνει στον Άγιο Θεράπη και κατηφορίζει προς το Πορί. .
Φτάνει στο βαλτεσινιώτικο κάμπο ,δε συναντά ούτε πουλί πετούμενο ούτε αγρίμι του λόγγου .Όλα είναι λουφαγμένα στη φωλιά τους.
Στις Γούρνες στρίβει αριστερά .Παίρνει το δρόμο για τη Σκοτίνα και του ΄Αγιο-Θόδωρου και φτάνει στο Σταυροσταμάτη . Εκεί κάνει μια στάση για προς νερού του και ύστερα σφυρίζει προς το καλύβι του με ένα παρατεταμένο φίιιουου, που τάραξε τη σιγαλιά της νύχτας και αντιλάλησε μες τα φαράγγια και στα ρέματα. φτάνοντας ως τα Γουβιά.
Η μάνα μου ,που λαγοκοιμόταν , γνώρισε το χαρακτηριστικό και διαπεραστικό σφύριγμά του και σηκώθηκε να τον περιμένει Στου Μπουρέκα τα βράχια τα γίδια ανάρμεγα καταλάγιαζαν τσιτωμένα από το γάλα στα μαστάρια τους Η μάνα μου ξεψυχισμένη από την ολοήμερη φουρτούνα και ταλαιπωρία δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της. και τα άφησε ανάρμεγα για το πρωί. Σε λίγο ξανάφανε στα Κοτρωνάκια, ,στου Βάγγου το καλύβι και σε λίγα λεπτά μες στην αυλή του.
Κατάκοπος αλλά και ευτυχής, ρούφηξε μια γουλιά κρασί , που το συνόδευσε με λίγο τυρί.. Ύστερα σφύριξε τα γίδια ,τα μάζεψε στη στρούγκα και με τη βοήθεια της μάνας μου τα άρμεξε με το φως του φεγγαριού ,που έγερνε προς τη δύση του. Ύστερα συγκέντρωσε , ως στοργικός πατέρας ,όλη την οικογένειά του για να χαρεί τον ερχομό του και να δειπνήσει μαζί της . Έτριψε ξερό ψωμί μέσα στο αγνό και ολόφρεσκο γιδίσιο γάλα της καρδάρας ,που το φάγαμε και στυλώθηκε ολονών η ψυχή μας.
Στο μεταξύ ,απ' το θόρυβο που δημιουργήθηκε ,αγουροξύπνησαν κι οι ανήμποροι γέροι του , ο παππούς μου ο Θανάσης και η τρανή μου Παναγιώτα ,που ντύθηκαν πρόχειρα και κατέβηκαν την ξύλινη σκάλα του καλυβιού τους και βγήκαν στην αυλή για να δούνε τι συμβαίνει . Όταν είδαν το γιο τους το Γληγόρη μπροστά τους, τον σφιχταγκάλιασαν με δάκρυα στα μάτια ,πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας . ΄Επειτα ο παππούς μου υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό ψιθύρισε : -Ο Θεός μας λυπήθηκε όλους σήμερα , πληρώσαμε τον εμφύλιο με το Μαρίνη μου, μας γλύτωσε ο Γληγόρης . Αρκετά πια,φτάνει. Όχι άλλο αίμα στον εθνικό διχασμό απ' τη φαμελιά μου !!!
Φαίνεται πως ο Μεγαλοδύναμος εισάκουσε την ικεσία του παππού μου και από τότε μόνο καλά γνώρισε το σπιτικό μας ,γιατί μεγαλώσαμε και προκόψαμε στη ζωή.
Ο πατέρας μου πολύ αργά ,στα βαθιά του γεράματα , είχε συνειδητοποιήσει πως είχε κάνει έναν μεγάλο άθλο από ανάγκη. Μέσα σε δέκα περίπου ώρες είχε διανύσει την απόσταση από την Τρίπολη ως τα Γουβιά της Γλανιτσιάς ,τρέχοντας σχεδόν ασταμάτητα. Μια πορεία περίπου εβδομήντα χιλιομέτρων ,κάτω από αντίξοες και σκληρές συνθήκες !!! Πέρασε μια προσωπική Οδύσσεια ,που είχε όμως μια ευχάριστη κατάληξη. Η ισχυρή θέληση κάνει κι αυτή το θαύμα της ενίοτε, οπλίζοντας τους τολμηρούς .
Με εκτίμηση,
κατσακιωρης Θωμάς | thomawkatsakioris@gmail.com
Φιλόλογο- Ιστορικό
Η χαροκαμμένη μάνα σπαραχτικά θρηνεί
στο μνήμα τα δυο της τα παιδιά,
που τα σκότωσε η διχόνοια στον εφύλιο
από αδελφικά ,δυστυχώς ,πυρά !!!
Ποτέ πια εθνικός διχασμός ,που πάντοτε καταλήγει
σε εθνική τραγωδία για την πατρίδα.
Ο πόλεμος δε λύνει κανένα πρόβλημα ,γιατί ο ίδιος είναι το πρόβλημα.
Ο πόλεμος είναι πάντα καταστροφικός για το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον.
Ο σκληρότερος των πολέμων είναι ο θρησκευτικός πόλεμος ,γιατί είναι ο πιο φανατικός.
Στο όνομα κάποιου Θεού έχουν γίνει τα πιο ειδεχθή εγκλήματα.
Ο χείριστος όμως των πολέμων είναι ο εμφύλιος,γιατί ο εχθρός δεν είναι απέναντί σου, αλλά πισώπλατα -ύπουλα σε δολοφονεί.
Μαρίνης
Βρισκόμαστε στο τέλος του 2ου Εμφυλίου πολέμου ,στην άνοιξη του 1949 .
Η ενάτη μεραρχία του Εθνικού στρατού έχει σαρώσει κυριολεκτικά τη μαρτυρική Πελοπόννησο ,έχει εκκαθαρίσει και συντρίψει και τις τελευταίες δυνάμεις του Δημοκρατικού στρατού. Ακολουθούν αθρόες συλλήψεις των πολιτικών αντιπάλων ,
( αριστερών ) εκτοπίσεις ,φυλακίσεις και στήνονται έκτακτα στρατοδικεία παντού.
Στην Τρίπολη ,στην περιοχή του Σέχι με αγκαθωτό συρματόπλεγμα έχει δημιουργηθεί ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όλων των πολιτικών κρατουμένων,.
που θα περάσουν από δίκη στο έκτακτο στρατοδικείο . Το στρατόπεδο φρουρείται αυστηρά νυχθημερόν από το στρατό.
Εκεί καθημερινά προσάγονται για δίκη Έλληνες αριστεροί από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου και στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο ,πρόχειρα σε σκηνές.
Πολλοί προέρχονται από την επαρχία της Γορτυνίας και αρκετοί και από το χωριό μας. Είναι γνωστό πως το χωριό μας ,που πρωτοστάτησε στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 ,είχε δυστυχώς όμως στα Δεκεμβριανά και στο 2ο Εμφύλιο πολλά θύματα, δυσανάλογα με τον πληθυσμό του κι αυτό κυρίως οφείλεται από την επάρατη διχόνοια που έπεσε μεταξύ μας ,από τα << φίλια πυρά >>.
Ένας λοιπόν από τους υπόδικους και πολιτικούς κρατούμενους ήταν και ο πατέρας μου , ο Γρηγόρης Πολυχρονόπουλος του Τσιριμοθανάση, ο βιολιτζής και παραδοσιακός τραγουδιστής του καιρού του .
Είναι αλήθεια πως ο πατέρας μου δεν είχε πειράξει άνθρωπο ,δεν είχε πατήσει ούτε μυρμήγκι ,που λέει ο λόγος . Τα πραγματικά ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του ήταν τα εξής δύο: .Ήταν εκ πεποιθήσεως φανατικός αριστερός και δε βούλωνε το στόμα του και είχε αδελφό το Μαρίνη ,που σκοτώθηκε στις τρεις Γέφυρες ,στην Αθήνα ,στα Δεκεμβριανά το 1944 .
Έτσι ,όπως πάντα σε έκρυθμες πολιτικές καταστάσεις ,με συνοπτικές διαδικασίες μεταφέρεται με καμιόνι του στρατού μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του στην Τρίπολη , αρχές Μάρτη του 1949, στο στρατόπεδο του Σέχι ,ως υπόδικος πολιτικός κρατούμενος , όπου και θα αναμένει την ετυμηγορία των δικαστών του.
Δύσκολο να σας περιγράψω ποια κατάσταση επικρατούσε στο καλύβι του στα Γουβιά. Άφησε πίσω του μια γυναίκα ανυπεράσπιστη ,τη μάνα μου τη Τζιουκολένη , αβοήθητη , με τέσσερα κορίτσια μικρά , με ένα παιδί στη νάκα ,εμένα το Μαρίνη, ένα κοπάδι από 150 γιδοπρόβατα χωρίς τον τσοπάνη του και τους δυο γονείς του ανήμπορους και κατάκοιτους στο καλύβι τους ,στα Γουβιά !!!
Η μάνα μου κυριολεχτικά τρελαίνεται καθώς τώρα μόνη της αναλαμβάνει να σηκώσει μεγάλα βάρη , να ταΐσει μια ολόκληρη φαμελιά ,να διαφυλάξει την περιουσία της ,να φροντίσει το ποίμνιό της από τις κλεψιές των πολιτικών αντιπάλων του πατέρα μου και να κλείσει το στόμα της στις απειλές και στις προκλήσεις τους.
Έζησε πρώτη στο πετσί της το γνωστό μας μετεμφυλιοπολεμικό κράτος της Δεξιάς σε όλο του το μεγαλείο, μα δε λύγισε . Γιατί ήταν γυναίκα με ισχυρή θέληση, θάρρος και υπομονή και είχε βαθιά πίστη στο Θεό , ώστε τελικά νίκησε ,όσους εντελώς άδικα και ανυπόστατα κατηγορούσαν τον άντρα της και επιβουλεύονταν και την ίδια του τη ζωή.
Οι πληροφορίες όμως , που έφταναν καθυστερημένα ως το απομακρυσμένο απ' την κοινωνία καλύβι της ,στα Γουβιά ,κάθε άλλο παρά ευχάριστες ήταν. Ακουγόταν ότι το στρατοδικείο της Τρίπολης επέβαλε σε υπόδικους βαριές ποινές , όπως εκτελέσεις ,εξορίες και πολυετείς φυλακίσεις.
Αυτό ανησύχησε πολύ τη μάνα μου και ύστερα από συμβουλή και του θείου μου του Ντρούλια, αποφάσισε να μεταβεί προσωπικά στην Τρίπολη και να ζητήσει ακρόαση από το στρατηγό Πεντζόπουλο Θωμά ,στρατιωτικό διοικητή της << ενάτης.>>.
Ορμήνευσε αποβραδίς κατάλληλα τα πεθερικά της και τις μεγαλύτερες αδελφές μου για τα καθήκοντά τους ,όσο θα έλειπε , και δυο ώρες νύχτα καβάλα στη γαϊδουρίτσα της και εμένα στη νάκα της ανηφόρισε για το Βαλτεσινίκο για να πάρει το λεωφορείο για την Τρίπολη. Τότε το χωριό μας δεν είχε οδική επικοινωνία με την Τρίπολη και όσοι ήθελαν να μεταβούν εκεί θα έπρεπε να έρθουν πεζή ή έφιπποι στο κεφαλοχώρι της περιοχής ,στο Βαλτεσινίκο.
Σαν έφτασε εκεί ξεκαβαλίκεψε απ' τη γαϊδουρίτσα της ,την πήγε σε ένα φιλικό της σπίτι και την εμπιστεύτηκε για προσωρινή φύλαξη και έχοντας κι εμένα πάντοτε ,
φορτωμένο στην πλάτη της μέσα στη νάκα ,έφτασε έγκαιρα στην πλατεία του χωριού,
όπου σε λίγο προθέρμαινε τη μηχανή ο οδηγός του λεωφορείου.
Το άγριο και απότομο μούγκρισμα του λεωφορείου τάραξε το γαλήνιο ύπνο μου και άρχισα να τσιρίζω και να κλαίω. Η μάνα μου με πήρε στοργικά στην αγκαλιά της και ξεκουμπώνοντας την πουκαμίσα της με θήλασε.. Ύστερα με τύλιξε με την πάνα και με φάσκιωσε πάλι στη νάκα μου.
Ανέβηκε στη συνέχεια γοργά στο λεωφορείο ,πλήρωσε το εισιτήριο και κάθισε στη θέση ,που τις υπέδειξε ο εισπράκτορας., καθότι αγράμματη. Θες το μούγκρισμα της μηχανής ,θες το δικό της μητρικό γάλα ,θες το γλυκό της νανούρισμα εγώ ησύχασα εντελώς κι αποκοιμήθηκα ,ώσπου μετά από ένα τρίωρο ταξίδι φτάσαμε επί τέλους στον προορισμό μας.
Ο εισπράκτορας ανακοίνωσε φωναχτά την άφιξή μας στην Τρίπολη και το τέρμα της διαδρομής στη σημερινή πλατεία Ανεξαρτησίας Η μάνα μου προσέχοντας εμένα κατέβηκε προσεχτικά το λεωφορείο και μισοζαλισμένη κάθισε για λίγο για να συνέλθει στην άκρη του πεζοδρομίου κοντά στο παρακείμενο καφενείο .
Ζήτησε απ' τον καφετζή λίγο νερό για να ξεπλύνει το στόμα της ,έβρεξε με μια μπουχιά τα μάτια και πρόσωπό της και παίρνοντας πληροφορίες για το στρατηγείο
ξεκίνησε για να παραπονεθεί στο στρατηγό για την άδικη κράτηση του άντρα της .
Στο δρόμο συναντήθηκε και με κάποιο κοντοχωριανό μας ,που πήγαινε για τον ίδιο λόγο στο στρατηγείο και έτσι ηρέμησε και πήρε περισσότερο θάρρος.
Το στρατηγείο στεγαζόταν ,προσωρινά βέβαια ,στο ξενοδοχείο Ακροπόλ επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου ,που είχε επιταχθεί από την Πολιτεία. Στην είσοδο και στο δρόμο γινόταν μεγάλη φασαρία . Επικρατούσε εκεί το αδιαχώρητο και μεγάλη αταξία. Έλληνες πολίτες πάσης ηλικίας ,γυναίκες και άντρες διαγκωνίζονταν ποιος θα πετύχει να περάσει τη μεγάλα Πόρτα , την πύλη του Παραδείσου και να προσπαθήσει να σώσει τον άνθρωπό του απ' τα δόντια του στρατοδικείου!!
Οι στρατιώτες ,που φρουρούσαν την είσοδο με δυσκολία και με το κοντάκι του όπλου τους , απομάκρυναν βίαια τον κόσμο, που προσπαθούσε να εισέλθει στο κτίριο. Η μάνα μου ,έχοντας και το πρόσθετο βάρος ,εμένα πάντα στην πλάτη της , έσπρωχνε και σπρωχνόταν για να πλησιάσει στην είσοδο του κτιρίου και να δηλώσει το όνομά της στο φρουρό στρατιώτη και ύστερα να αναμένει να τη φωνάξουν σε ακρόαση .
Για καλή μας τύχη στον εξώστη του ξενοδοχείου είχε βγει ο στρατηγός Πεντζόπουλος ,ίσως για να καπνίσει το τσιμπούκι του, ή για καθαρό αέρα και διέκρινε την απέλπιδα προσπάθεια της μάνας μου να προσεγγίσει την είσοδο., έχοντας κι εμένα στη πλάτη της ζαλιά και να κλαίω ασταμάτητα .
Δεν ξέρω τι συναισθήματα αυτή η σκηνή να του θύμισε προσωπικά και έδωσε αμέσως εντολή στον υπασπιστή του να διατάξει τη φρουρά να επιτρέψει στην άγνωστη γι' αυτόν γυναίκα να μπει στο κτίριο. Πάντως η πράξη του αυτή δήλωνε άνθρωπο καλλιεργημένο πνευματικά και με φιλάνθρωπα συναισθήματα .
Αφού η μάνα μου πέρασε τον ασφυκτικό κλοιό του πλήθους και των στρατιωτών ,ανέβηκε με σταθερό αλλά αργό βήμα την εσωτερική σκάλα του ξενοδοχείου ,που οδηγούσε στην αίθουσα ακροάσεων του στρατηγού.
Οι φαντάροι τής κατέβασαν τη νάκα από την πλάτη , και για να με καλμάρουν να κλαίω μου έδωσαν ένα κομμάτι από κουραμάνα , που με ησύχασε και άρχισα να το γλύφω λαίμαργα. υπό το γλυκό βλέμμα της μάνας μου. Παίζοντας μαζί μου κάθε τόσο με ρωτούσαν ,χωρίς και να αναμένουν απάντηση :
- Και εσύ αντάρτης είσαι, και εσύ ανταρτόπουλο είσαι ;
Μα εγώ φυσικά τίποτα δεν καταλάβαινα απ' τα αστεία τους.
Αλήθεια τη μεγάλη τιμή και αξίωμα ,άθελά τους, έδιναν σε ένα βυζανιάρικο!
Σήμερα θα μπορούσα υπερήφανα να τους απαντήσω με δυο στίχους της ποιήτριας της Εθνικής Αντίστασης ,Σοφίας Παπαδάκη:
<< Με χίλια ονόματα , μια χάρη,ακρίτας είτε αρματωλός.
Αντάρτης ,κλέφτης,παληκάρι,πάντα ο ίδιος ο λαός . >>
Η μάνα μου στο μεταξύ ,παρόλο που είχε μελετήσει αποβραδίς στο καλύβι της τι θα ειπεί στο στρατηγό για να ελαφρύνει τη δεινή θέση του άντρα της , πάλι τώρα τα φρέσκαρε στη μνήμη της .Ύστερα κούμπωσε την μπλούζα της ,έδεσε καλύτερα το φακιόλι της , σκούπισε με το μαντήλι της το ιδρωμένο πρόσωπό της και υπομονετικά περίμενε στην πόρτα , όπου ο στρατιώτης φρουρός θα της έδινε την άδεια για να εισέλθει.
Ανέμενε για λίγο ώσπου να βγει ο προηγούμενος και εισερχόμενη βρέθηκε μπροστά στο στρατηγό και στους επιτελείς του. Τους καλημέρισε και αυτός κοφτά τη ρώτησε :
- Τι θέλεις, κυρά μου , εδώ φέρνοντας μαζί και το βυζανιάρικό σου ;
- Τι θέλω στρατηγέ μου ; του απάντησε.. Έχετε συλλάβει και φυλακίσει τον άντρα μου χωρίς αιτία και αφορμή και ξεκίνησα να διαμαρτυρηθώ και να συμμεριστείτε τον πόνο μου .Είμαι μόνη και παντέρημη σε ένα καλύβι με τέσσερα μικρά κορίτσια και με το βυζανιάρικο αγόρι στη νάκα ,με δυο ανήμπορους και κατάκοιτους γέρους και με το κοπάδι χωρίς το αφεντικό του κι απροστάτευτο .
- Πως λέγεται ο άντρας σου ; την έκοψε κοφτά .
- Πολυχρονόπουλος Γρηγόριος του Αθανασίου ,απ' τη Μυγδαλιά -Γλανιτσιά της Γορτυνίας, του απάντησε.
Ένας υπασπιστής του, χωρίς να περιμένει τη διαταγή του ,άνοιξε γρήγορα έναν ξύλινο φοριαμό και, αφού για λίγο ξεφύλλισε τους φακέλους των κρατουμένων, εντόπισε το φάκελο του άντρα της και τον παρέδωσε στο στρατηγό.
Εκείνος άρχισε χαμηλόφωνα να διαβάζει όσα έγραφαν στην αναφορά τους οι
κατήγοροι συγχωριανοί του για να τον εκδικηθούν.
Το κατηγορητήριο ήταν βαρύ και παραφουσκωμένο από τους συγχωριανούς του πολιτικούς αντιπάλους. Έγραφαν ότι είναι επικίνδυνος αριστερός ,ότι το καλύβι του στα Γουβιά ήταν σημείο επαφής και συγκέντρωσης των αριστερών και ότι ο ίδιος είχε αναλάβει σύνδεσμος και καθοδηγητής της τοπικής οργάνωσης. ενώ παράλληλα τροφοδοτούσε , φιλοξενούσε και φυγάδευε τους διερχόμενους αριστερούς.
Σαν τελείωσε την ανάγνωση της αναφοράς ,τήςς απάντησε ειρωνικά :
- Βλέπεις ,κυρά μου ,πως δεν είναι και τόσο αθώος ο άντρας σου και πως μόνο φόνο δεν έχει κάνει και δε βγήκε στο κλαρί με τους άλλους συναγωνιστές του.
Η μάνα μου όμως ξεπέρασε την πρώτη ψυχρολουσία του και ξεδίπλωσε μπροστά στο στρατηγό όλη τη ρητορική της δεινότητα και τα επιχειρήματά της.
- Τα βάσανά μας σε ποιους να τα μολογήσω; Και ποιος να με συμμεριστεί και να με καταλάβει; Μόνο ένας Θεός τα ξέρει. Από ποιους να φυλαχτούμε στρατηγέ μου; Έρχονταν καθημερινά ,σαν τα φαντάσματα , οι ξυπόλητοι και νηστικοί αριστεροί και μας έπαιρναν με την απειλή των όπλων τους το ψωμί από το φούρνο, ένα κομμάτι τυρί για προσφάγι και κρύβονταν ύστερα μέσα στα πλάγια ,στις σπηλιές και στις αυτοσχέδιες κρυψώνες τους. Την άλλη ημέρα ξεμύταγαν άλλοι τρεκλίζοντας με τραύματα στο σώμα τους και εκλιπαρούσαν κάποιο κουρέλι καθαρό να τα δέσουν και λίγο τσίπουρο ή τριμμένη δερμάτινη λουρίδα να τα απολυμάνουν από τη σήψη. Δε μας ξέχναγαν όμως και οι δεξιοί , οι χίτες ,που ξανάφαιναν απ' το Βαρταλώνι και με ποδοβολητά και με πυροβολισμούς στον αέρα αναζητούσαν το Γληγόρη να τον συλλάβουν . Μα εκείνος πάντα έβρισκε τρόπο να τους ξεγλιστράει και να κρύβεται βαθιά στο Μπουντρούμι. .Αυτοί τότε οργισμένοι μας απειλούσαν πως θα μας κάψουν το καλύβι και να βγάλουμε τα παιδιά όξω να μη τα κάψουν ζωντανά . Τα παιδιά φοβισμένα έκλαιγαν και καλούσαν τον πατέρα τους για προστασία. Άλλοτε πάλι φέρνονταν σκληρά και στον ηλικιωμένο πεθερό μου ,που έμπαινε μπροστά τους και τους εμπόδιζε να βάλουν φωτιά στο καλύβι μας και να το κάνουν στάχτη!! Τη νύχτα κρυφά μας έκλεβαν και από μια γίδα ή κανά τραγί ,το έβραζαν και γλεντοκοπούσαν ως τα χαράματα προκλητικά και με ξεφαντώματα στην αγορά του χωριού.
Τι θα κάνατε και εσείς στη θέση του άντρα μου; Με το στανιό τον κράταγα να μην εγκληματήσει. Μετά όλους θα μας εκτελούσαν ομαδικά. Η κατάστασή μας ήταν απελπιστική. Από πουθενά δεν είχαμε απάντιο και προστασία . Ποιος θα μας έριχνε δίκιο ; Και οι συγγενείς μας ,χωρισμένοι στα δύο στρατόπεδα , είτε αδιαφορούσαν είτε δεν μπορούσαν να μεσολαβήσουν για να μας βοηθήσουν.
- Αρκετά κυρά μου , φτάνει ,τη διέκοψε απότομα και τη ρώτησε:
- Αλήθεια ,τι γραμματικές γνώσεις έχει ο άντρα σας; Εδώ τον κατηγορούν ως σύνδεσμο και καθοδηγητή ,τουλάχιστον θα έχει περάσει από το Σχολαρχείο για να κατέχει αυτό το ρόλο.
- Δεν έχει τελειώσει ούτε το Δημοτικό σχολειό , στρατηγέ μου ,του είπε κοφτά με σιγουριά..
Αλληλοκοιτάχθηκαν οι επιτελείς με το στρατηγό .Η κατηγορία ήταν πλαστή και χαλκευμένη ,άρα αίολη και γίνηκε για λόγους καθαρά εκδικητικούς .Σε αυτό δεν είχαν πλέον καμιά αμφιβολία . Της είπαν να περάσει έξω και να περιμένει για να συσκεφτούν και να αποφασίσουν.
Ο λίγος χρόνος που πέρασε της μάνας μου της φάνηκε αιώνας. Σε λίγο την ξαναφώναξε ο στρατιώτης να περάσει στην αίθουσα. Ο στρατηγός φαινόταν περισσότερο γαλήνιος και ήρεμος. Είχε έτοιμη την ετυμηγορία του. Μια ετυμηγορία που έμελλε να αλλάξει την τύχη όχι μόνο του πατέρα μου ,αλλά και της οικογένειάς του.
- Αν καταδικάζαμε με αυτές τις κατηγορίες ,θα έπρεπε σήμερα να εκτελούμε τη μισή Ελλάδα και τότε αλλοίμονο μας , θα ξαναφέρναμε τους Τούρκους. και στο Μοριά,, της είπε . Εμείς ήρθαμε να συμφιλιώσουμε τους Έλληνες και όχι να τους διχάσουμε και να τιμωρήσουμε δίκαια ,όσους διέπραξαν εγκλήματα και συνέχισε :
- Πάρε το παιδί σου και μάζεψε την οικογένειά σου ,που σε χρειάζεται. κυρία μου. Ως το απόγευμα θα τον απολύσω. Μην του το ειπείς όμως. Πες του να γίνει από εδώ και πέρα νομοταγής πολίτης και να ασχοληθεί με ειρηνικά έργα πλέον και να αναθρέψει την οικογένειά του.
- Σε ευχαριστώ για την κατανόηση που δείξατε στο θέμα μας, και τη λύση που δώσατε του ανταπάντησε ,τους αντιχαιρέτησε σεμνά ,με πήρε στην αγκαλιά της και κατέβηκε ευχαριστημένη ,που τα λόγια της έπιασαν τόπο.
Σταμάτησα κι εγώ τα κλάματα ,σαν να επικοινωνούσαμε μυστικά οι δυο μας ,τώρα που η μάνα μου πέτυχε αυτό που διακαώς ήθελε.
Τώρα έπρεπε να πάμε και στο στρατόπεδο στου Σέχι να δούμε και τον πατέρα μου. Ξαφνιάστηκε κάπως, δεν μας περίμενε. Τον βρήκαμε στο μαύρο του το χάλι,. όπως και οι υπόλοιποι κρατούμενοι. ήσαν . Άπλυτος, αξύριστος, ανάλλαγος , γεμάτος ψείρες και φανερά αδύναμος . Τον φώναξε με τον τηλεβόα ένας στρατιώτης να έρθει στην πύλη.
Μέσα από το συρματόπλεγμα ο πατέρας μου ,απέξω η γυναίκα του με μένα στη νάκα. Της ζήτησε να με λύσει από τις φασκιές και με έδωσε στα στιβαρά του χέρια και με φίλησε. Ύστερα ευχαριστημένος με ξανάδωσε στη μάνα μου και άρχισε ο μεταξύ τους διάλογος .Ήταν πολύ σύντομος όμως ,γιατί η σάλπιγγα τους καλούσε να γευματίσουν .Η μάνα μου ξεδίπλωσε γρήγορα από την τσέπη της φούστας της το μαντήλι της και του έδωσε λίγα χρήματα. Όλοι έτρεχαν να πάρουν την καραβάνα τους και να μπαίνουν στη σειρά ,δίπλα στο μεγάλο καζάνι. Το καθημερινό τους φαγητό ήταν τα φασόλια ,που ήταν γεμάτα από μπαμπουγέρια, -μαμούνια ( σκουληκάκια ) ,όπως μας έλεγε αργότερα στο καλύβι μας.. Από την πείνα τους τα έτρωγαν κι αυτά μαζί!!
Βιαστικά και η μάνα μου επέστρεψε μέσα στην πόλη και στο πρακτορείο των λεωφορείων. Μόλις που προλάβαμε το λεωφορείο για το Βαλτεσινίκο. Επιβιβαστήκαμε μαζί με άλλους για τον προορισμό μας. Από το Βαλτεσινίκο πήραμε τη γαϊδουρίτσα μας και αναχωρήσαμε για τα Γουβιά.. Φτάσαμε το σουρούπωμα . Αργά το βράδυ όλοι συγκεντρωμένοι έξω στην αυλή μας ,κάτω από το λαμπρό μαγιάτικο φεγγάρι άκουγαν με κομμένη την ανάσα ,μικροί και μεγάλοι , όσα η μάνα μου αντιμετώπισε στη διάρκεια της ημέρας και μας τόνισε πως τα λόγια -επιχειρήματα ,μπορούν να γυρίσουν και το ποτάμι πίσω. !!! Με συγκρατημένη αισιοδοξία περιμέναμε και την απελευθέρωση του πατέρα μας.
Στο μεταξύ ,αργά το απόγευμα ,όταν αρχίζει η Τρίπολη να αποσκιάζει, κάλεσαν και τον πατέρα μου να πάρει τα πράγματά του και να έρθει μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου. Από πράγματα είχε μόνο ένα μαντήλι και ένα σουγιά κολοκοτρωναίικο για αυτοπροστασία ,όπως το συνήθιζε. Εκεί του επέδωσαν το έγγραφο της αποφυλάκισής του. Δεν πίστευε στα αυτιά του !!!
Χαρούμενος αποχαιρέτησε τους συντρόφους του,τους ευχήθηκε καλή τύχη και εξήλθε του στρατοπέδου. Δε γύρισε να ματακοιτάξει πίσω του. Φοβόταν μη μετανιώσουν και τον ξαναμπουζουριάσουν μέσα. και άειντε τώρα ξεμπέρδευε πάλι μαζί τους.!
Όμως τόσο αργά λεωφορείο για τον Πύργο δεν είχε και γρήγορα θα έπρεπε να λύσει ένα δίλημμα που ορθωνόταν μπροστά του : ή θα έμενε στην Τρίπολη ως την άλλη ημέρα ή θα πήγαινε πεζή στα Γουβιά ολονυχτίς.
Χωρίς δεύτερη σκέψη προτίμησε το δεύτερο Ίσως να σκεφτόταν και τα χρήματα από το εισιτήριο που θα γλύτωνε και τα είχε τόσο ανάγκη η φαμελιά του. Άλλωστε ο δρόμος μέσω της Αλωνίσταινας του ήταν πολύ γνωστός και τον είχε πολλές φορές περπατήσει πηγαίνοντας στα διάφορα πανηγύρια της περιοχής με την κομπανία του.
Ο πατέρας μου είχε και εμπιστοσύνη στα πόδια του. Είχε γρήγορο περπάτημα λες και είχε φτερά ,ως άλλος φτεροπόδαρος Ερμής . Ανηφόρισε γοργά προς το σημερινό Παναρκαδικό Νοσοκομείο και πέρασε έξω απ' τη Συλήμνα ,κατέβηκε στον κάμπο της Νταβιάς και ανηφόρισε προς την Πιάνα, που επιβλητικός ορθωνόταν ο Αϊ- Γιώρης του. Σταυροκοπήθηκε και συνέχισε την πορεία του βορειοδυτικά.
Με το χαλούπωμα κοντοζυγώνει στην Αλωνίσταινα ,χωριό πολύ γνωστό του από τα γλέντια που είχε κάνει με την κομπανία του στο παρελθόν ,αλλά βρήκε τις πόρτες των φίλων σφαλιστές και κλειδομανταλωμένες ,λόγω του εμφυλίου πολέμου. Είχε χαθεί πλέον η εμπιστοσύνη των ανθρώπων και η καρδιά τους είχε σκληρύνει..
Ανηφορίζει ,λουσμένος στον ιδρώτα και στην απλυσιά και φτάνει ψηλά στο διάσελο της Αλωνίσταινας ,όταν του φάνηκε πως άκουσε ουρλιαχτά λύκων ,που έρχονταν μέσα από τα έλατα .Βρισκόταν, υπολόγισε ,στη μέση της διαδρομής.
Ο πατέρας μου όμως ήταν και ψυχωμένος άντρας, είχε θάρρος και θα πουλούσε ακριβά το τομάρι του .Γλύτωσε το στρατοδικείο και από τους ανθρώπους και θα τον έτρωγαν τώρα οι λύκοι.!!! Εδώ που έφτασε ήταν αποφασισμένος για όλα. ΄Η εγώ ή αυτοί ,σκέφτηκε από μέσα του.
Γυρίζει μια κορφή μικρού έλατου και τη σπάζει. Ύστερα με το σουγιά του κόβει τα κλωνιά του και το έχει κι αυτό για φονικό όπλο , όπως και το σουγιά του, όταν θα τον περικυκλώσουν και του επιτεθούν.
Διαπιστώνει σε λίγο όμως πως τα ουρλιαχτά δε ν προέρχονταν από λύκους, αλλά από μερικά τσοπανόσκυλα που τον οσμίστηκαν ,καθώς περνούσε απ' τα μαντριά των βοσκών της γύρω περιοχής. Του επιτέθηκαν αυτά τα μαντρόσκυλα, αλλά αμύνθηκε με τα χουγιαχτά και το ελατόκλαρο και τα απομάκρυνε..
Σαν απομακρύνθηκε από τα μαντριά πάλι επικράτησε μια ησυχία και γαλήνη.
Συνέχισε να περπατάει ή καλύτερα να τρέχει ασταμάτητα ,δεν κάνει ούτε στάση για να ξαποστάσει για λίγο ,να πάρει ανάσα να μη σκάσει. Τρέχει και όλο τρέχει.!!!
Με σύμμαχό του το ολόγιομο μαγιάτικο φεγγάρι συνεχίζει την πορεία του για τη Βυτίνα, ,που βλέπει από ψηλά κάποια φωτάκια της να τρεμοσβήνουν .Πήρε περισσότερο θάρρος και ανάπνευσε βαθιά συνεχίζοντας την κατηφορική πορεία του.
Σε λίγο την παρακάμπτει και πάλι ανηφορίζει με κατεύθυνση προς τα Μαγούλιανα. Τώρα τα πόδια του αρχίζουν να βαραίνουν απ΄ την κούραση ,αλλά ο τόπος του φαινόταν μες στην αποστασίλα του περισσότερο γνώριμος ,φιλόξενος και μαλακός μαζί του.
Στην πολυτραγουδισμένη μαγουλιανίτικη βρύση θα ξεδιψάσει και θα ρίξει νερό στο πρόσωπό του, που λούζεται μες τον ιδρώτα,, παίρνοντας νέες δυνάμεις για να συνεχίσει την πορεία του.
Περνά και το μεγαλόπρεπο σανατόριο της << Μάνας >> και κατηφορίζει προς το Βαλτεσινίκο, που άσπριζε στο φως του φεγγαριού. Έχει για τα καλά κόψει η νύχτα .
Στο γεφύρι θα πετάξει και την ελατόκλαρα στο ρέμα .Βρίσκεται τώρα σε γνώριμα μέρη και δεν την έχει πλέον ανάγκη για προστασία. Άλλωστε κόπηκε και το ζερβί του χέρι από το βάρος της. να την κουβαλάει.
Στο χωριό επικρατεί απόλυτη ησυχία ,μόνο το κελάρυσμα του νερού του Κεφαλόβρυσου ακούγεται . Πού και πού ουρλιάζει κάνα σκύλος ή νιαουρίζει καμιά γάτα .Ανεβαίνει στον Άγιο Θεράπη και κατηφορίζει προς το Πορί. .
Φτάνει στο βαλτεσινιώτικο κάμπο ,δε συναντά ούτε πουλί πετούμενο ούτε αγρίμι του λόγγου .Όλα είναι λουφαγμένα στη φωλιά τους.
Στις Γούρνες στρίβει αριστερά .Παίρνει το δρόμο για τη Σκοτίνα και του ΄Αγιο-Θόδωρου και φτάνει στο Σταυροσταμάτη . Εκεί κάνει μια στάση για προς νερού του και ύστερα σφυρίζει προς το καλύβι του με ένα παρατεταμένο φίιιουου, που τάραξε τη σιγαλιά της νύχτας και αντιλάλησε μες τα φαράγγια και στα ρέματα. φτάνοντας ως τα Γουβιά.
Η μάνα μου ,που λαγοκοιμόταν , γνώρισε το χαρακτηριστικό και διαπεραστικό σφύριγμά του και σηκώθηκε να τον περιμένει Στου Μπουρέκα τα βράχια τα γίδια ανάρμεγα καταλάγιαζαν τσιτωμένα από το γάλα στα μαστάρια τους Η μάνα μου ξεψυχισμένη από την ολοήμερη φουρτούνα και ταλαιπωρία δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της. και τα άφησε ανάρμεγα για το πρωί. Σε λίγο ξανάφανε στα Κοτρωνάκια, ,στου Βάγγου το καλύβι και σε λίγα λεπτά μες στην αυλή του.
Κατάκοπος αλλά και ευτυχής, ρούφηξε μια γουλιά κρασί , που το συνόδευσε με λίγο τυρί.. Ύστερα σφύριξε τα γίδια ,τα μάζεψε στη στρούγκα και με τη βοήθεια της μάνας μου τα άρμεξε με το φως του φεγγαριού ,που έγερνε προς τη δύση του. Ύστερα συγκέντρωσε , ως στοργικός πατέρας ,όλη την οικογένειά του για να χαρεί τον ερχομό του και να δειπνήσει μαζί της . Έτριψε ξερό ψωμί μέσα στο αγνό και ολόφρεσκο γιδίσιο γάλα της καρδάρας ,που το φάγαμε και στυλώθηκε ολονών η ψυχή μας.
Στο μεταξύ ,απ' το θόρυβο που δημιουργήθηκε ,αγουροξύπνησαν κι οι ανήμποροι γέροι του , ο παππούς μου ο Θανάσης και η τρανή μου Παναγιώτα ,που ντύθηκαν πρόχειρα και κατέβηκαν την ξύλινη σκάλα του καλυβιού τους και βγήκαν στην αυλή για να δούνε τι συμβαίνει . Όταν είδαν το γιο τους το Γληγόρη μπροστά τους, τον σφιχταγκάλιασαν με δάκρυα στα μάτια ,πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας . ΄Επειτα ο παππούς μου υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό ψιθύρισε : -Ο Θεός μας λυπήθηκε όλους σήμερα , πληρώσαμε τον εμφύλιο με το Μαρίνη μου, μας γλύτωσε ο Γληγόρης . Αρκετά πια,φτάνει. Όχι άλλο αίμα στον εθνικό διχασμό απ' τη φαμελιά μου !!!
Φαίνεται πως ο Μεγαλοδύναμος εισάκουσε την ικεσία του παππού μου και από τότε μόνο καλά γνώρισε το σπιτικό μας ,γιατί μεγαλώσαμε και προκόψαμε στη ζωή.
Ο πατέρας μου πολύ αργά ,στα βαθιά του γεράματα , είχε συνειδητοποιήσει πως είχε κάνει έναν μεγάλο άθλο από ανάγκη. Μέσα σε δέκα περίπου ώρες είχε διανύσει την απόσταση από την Τρίπολη ως τα Γουβιά της Γλανιτσιάς ,τρέχοντας σχεδόν ασταμάτητα. Μια πορεία περίπου εβδομήντα χιλιομέτρων ,κάτω από αντίξοες και σκληρές συνθήκες !!! Πέρασε μια προσωπική Οδύσσεια ,που είχε όμως μια ευχάριστη κατάληξη. Η ισχυρή θέληση κάνει κι αυτή το θαύμα της ενίοτε, οπλίζοντας τους τολμηρούς .
Με εκτίμηση,
κατσακιωρης Θωμάς | thomawkatsakioris@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αφηστε τα σχολια σας