Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσεις τη βιογραφία ενός μεγάλου άνδρα και να μην πέσεις στην παγίδα να αναπαράγεις κλισέ αντιλήψεις.
Οταν ανακάλυψα τις πληροφορίες για τον κυνηγό Νικόλαο Πλαστήρα και άρχισα να διαβάζω για αυτόν, αντιμετώπισα ένα μεγάλο δίλημμα: να απομονώσω τη ζωή του Πλαστήρα-κυνηγού, ή να την εντάξω στην περιπετειώδη και συναρπαστική ζωή ενός άνδρα «μεγάλου», με όρους μεγαλείου που σήμερα δύσκολα πια ανακαλύπτεις στη δημόσια ζωή του τόπου;
Ο Ν. Πλαστήρας διηγείται ένα περιστατικό από το Αϊβαλί, όπου οι εύζωνοι του
συντάγματός του ανακάλυψαν ένα μεγάλο κοπάδι αγριογούρουνα.
Ο Πλαστήρας γεννήθηκε το 1883 στο Μορφοβούνι της Καρδίτσας. Απο μικρός έφτιαχνε ξύλινα τουφέκια για παιχνίδι, καθώς μεγάλωσε κοντά στη φύση όπου το κυνήγι ήταν τρόπος ζωής. Κατετάγη νωρίς και εντάχθηκε στο Μακεδονικό Σώμα. Κατάφερε και έγινε με την αξία του δεκτός στη Σχολή Αξιωματικών, σε μια εποχή που το μέσον και το... βύσμα βασίλευαν.
Από το 1904 μέχρι το 1909 νοίκιαζε ένα τσιφλίκι κοντά στο χωριό του, το Μπουλί, και εκεί κυνηγούσε συστηματικά στις άδειές του από τη Σχολή Αξιωματικών, με συγκυνηγό τον Σωτήρη Αργυρόπουλο. Ηταν δεινός σκοπευτής και οι κυνηγετικές του εκδρομές συνοδεύονταν από κλέφτικα τραγούδια, καλό κρασί και καλή παρέα.? Οι τότε συγκυνηγοί του τον περιγράφουν να ανεβαίνει το Στρογγυλοβούνι στο Βλοχό με... μια ανάσα, «πετώντας» κυριολεκτικά. Ηταν αεικίνητος, ανάλαφρος και ατσάλινος, με τεράστιες αντοχές.
Σε αυτά τα κυνήγια... τραυματίστηκε για πρώτη φορά, πριν καν αρχίσουν τα πολεμικά κατορθώματά του. Ηταν από σκάγια κυνηγού και έτσι κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή ένα... σκάγι στο αριστερό φρύδι! Κυνήγησε σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Γαλλία όπου έζησε αρκετά χρόνια, μέχρι... και στην Αφρική. Σύντροφός του στα κυνήγια ήταν και ο καθηγητής πανεπιστημίου Φωτεινός, προφανώς ο ίδιος που αργότερα σε ένα κυνήγι ενεπλάκη στην περιπέτεια απαγωγής με τη συμμορία του Γιαγκούλα, στην περιοχή της Κατερίνης (έχει γράψει σχετικά σε προηγούμενο τεύχος το «Εθνος ? Κυνήγι»).
Ο Ν. Πλαστήρας άρρωστος πια, λίγο πριν το τέλος.
Στη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, ο Ν. Πλαστήρας είχε στην κατοχή του τρία βελγικά δίκαννα, ένα εκ των οποίων (ένα υπέροχο Μπρανκάρ) πουλήθηκε προσφάτως από τον Χρήστο Χατζιώτη... Ο ίδιος πάντως, τις καλύτερες κυνηγετικές αναμνήσεις του τις έφερε από την εκστρατεία της Μικράς Ασίας.
Αφηγήσεις...
Στα «Κυνηγετικά Νέα» του 1952 ο Ν. Πλαστήρας διηγείται ένα περιστατικό από το Αϊβαλί, όπου οι εύζωνοι του συντάγματός του ανακάλυψαν ένα μεγάλο κοπάδι αγριογούρουνα (δεν τα κυνηγούσαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί και ήταν εξαιρετικά πολυάριθμα).
Ολα τα παράσημά του τα κέρδισε στα πεδία των μαχών.
Την πρώτη ημέρα, σε μια επιτυχημένη παγάνα, ο Πλαστήρας σκότωσε μόνος του έξι γουρούνια. Και επειδή, όπως συμβαίνει συχνά, η μια ανακάλυψη φέρνει την άλλη, αργότερα στο μέρος αυτό εντοπίσθηκε ένα πολύ μεγαλύτερο κοπάδι, με... πάνω από 150 ζώα!
Οργάνωσε λοιπόν μια μικρή εκστρατεία με όλη την κυνηγετική του ομάδα. Κουβάλησε μάλιστα ένα... πολυβόλο στο καρτέρι για να μπορέσει να σκοτώσει όσο δυνατό περισσότερα, καθώς το κρέας ήταν εξαιρετικά σπάνιο και πολύτιμο στο εκστρατευτικό σώμα.
Τα κυνήγια του Μαύρου Καβαλάρη!
Εστησε μια γιγάντια παγάνα που δυστυχώς ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή, καθώς ειδοποιήθηκε για ξαφνική επίθεση σε κάποιο σημείο του μετώπου, οπότε εγκατέλειψε τα γουρούνια στην ησυχία τους και έσπευσε να βοηθήσει με το σύνταγμά του.
Πάντοτε όμως αναπολούσε το χαμένο αυτό κυνήγι που, αν το πετύχαινε, θα ήταν το πιο... χοντρό κυνήγι της ζωής του! Παλιοί αξιωματικοί που είχαν ζήσει την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, έχουν διηγηθεί ότι πολλές μονάδες είχαν οργανωμένο σώμα κυνηγών για τις ανάγκες των στρατιωτών σε κρέας. Ο Πλαστήρας είχε δημιουργήσει ένα εξαιρετικά οργανωμένο τέτοιο «σώμα», στο οποίο έμπαινε... επικεφαλής σε κάθε ευκαιρία.
Τα κυνήγια του Μαύρου Καβαλάρη!
Είχε μάλιστα ένα κοπάδι καμιά σαρανταριά κυνηγόσκυλα κάθε μορφής και είδους, από λαγωνίκες Αφγανικού τύπου, μέχρι τσοπανόσκυλα και γκέκικα! Το κυνηγετικό «σώμα» του συντάγματός του ήταν στελεχωμένο με... ιχνηλάτες? τσολιάδες, αλλά και πληροφοριοδότες χωρικούς που βοηθούσαν στις παγάνες. Τέσσερα από τα κυνηγόσκυλα του Πλαστήρα κοιμόντουσαν πάντοτε μέσα στη σκηνή του, στα πόδια του στρατιωτικού του κρεβατιού. Ηταν ο Μαξ, ο Τρότσκι, η Λίζα και ο Μπογιαλίκ... Τα είχε φέρει μαζί του από την εκστρατεία της Οδησσού.
Ο φαρμακοποιός Γεράσιμος Οικονομίδης, που αργότερα ανέλαβε και πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Καβάλας, έχει περιγράψει ένα περιστατικό που συνέβη το 1921 με την κυνηγετική ομάδα του Πλαστήρα.
Η... διένεξη
Ηταν πρωί στην κατεστραμμένη γέφυρα του Μπανάζ, και ο στρατός αναπαυόταν μετά τη μάχη του Τομπλού - Μπουνάρ. Κάποια στιγμή μια αγέλη κυνηγόσκυλων εμφανίστηκε να καταδιώκει ένα μεγάλο αρσενικό ελάφι! Το ελάφι καταδιώκεται ανηλεώς μέχρι το στρατόπεδο, αφού οι διώκτες του έχουν αστοχήσει κατ' επανάληψη.
Φτάνει στο στρατόπεδο, όπου το πυροβολούν οι στρατιώτες του στρατοπέδου και το σκοτώνουν, αφού... αναποδογυρίζει το καζάνι του συσσιτίου. Στη συνέχεια το ελάφι σκεπάζεται με καμιά σαρανταριά... σαμάρια και κουβέρτες, για να κρυφτεί από τους δικαιούχους εύζωνους του Πλαστήρα που κατέφθασαν τρέχοντας μαζί με την αγέλη των σκύλων.
Οι διάλογοι μεταφέρονται αυτούσιοι... Ρωτούν οι εύζωνοι του Πλαστήρα σε άπταιστη... καρδιτσο-καραγκούνικη διάλεκτο:
-Ιδώ έχτε το ιλάφ που βαρέσαμε ιμείς; Πού ιντο;
-Οτ' θελς λες ισί ορέ; Δεν έχουμ' τίπτε δικό σας! απαντούν οι στρατιώτες
Καταφθάνουν οι υπόλοιποι τσολιάδες για ενισχύσεις και τα πνεύματα οξύνονται. Οι διαπραγματεύσεις αδιέξοδες! Καταφθάνει και ο Πλαστήρας έφιππος, με καμιά δεκαριά άλλους έφιππους συγκυνηγούς του.
-Πού είναι το ελάφι;
Ο ανθυπολοχαγός τότε Γ. Οικονομίδης τον οδήγησε στον... τύμβο από σαμάρια:
-Ιδού το ελάφι, του είπε
-Μας ανήκει το μισό κρέας, το κεφάλι και το τομάρι σύμφωνα με τα κυνηγετικά έθιμα, απαίτησε τότε ο συνταγματάρχης Πλαστήρας, για να πάρει την απάντηση:
-Κύριε συνταγματάρχα, σαν συνταγματάρχης προς ανθυπολοχαγόν, θα πάρετε ό,τι ζητάτε. Σαν κυνηγός προς κυνηγό όμως σας λέω ότι το κεφάλι και το τομάρι το παίρνει όποιος γκρεμίζει το ελάφι, και όχι όποιος το παγανίζει και το χουγιάζει,χωρίς να το ματώσει!
Ο Πλαστήρας γέλασε, μαλάκωσε και ενέδωσε τελικά, αποδίδοντας το τρόπαιο το ελαφιού στους δικαιούχους στρατιώτες. Ενα αυτοσχέδιο τσιμπούσι στήθηκε τότε ανάμεσα στις δύο μονάδες, με κρασί Μαγνησίας και μεζέδες από αγριογούρουνα και ζαρκάδια, που είχαν ήδη για το συσσίτιο.
-«Κοίτα μην το ξανακάμεις αυτό, χάθηκες» είπε φεύγοντας στον Οικονομίδη αντί για αποχαιρετισμό ο Πλαστήρας.
Τα άλογα....
Ο Μαύρος Καβαλάρης - ο «Καρά σουβαρί» ή «Καραπιπέρ» όπως τον αποκαλούσαν και φίλοι και εχθροί - όφειλε σε μεγάλο βαθμό τη λαμπρή του στρατιωτική καριέρα, στον ιδιαίτερο δεσμό και στην κατανόηση που είχε από παιδί με τη φύση, το ανάγλυφο του εδάφους, τους καιρούς και τα ζώα. Είχε εξαιρετικές γνώσεις γύρω από τα άλογα, είτε επρόκειτο για τα κορυφαία πολεμικά άτια της εποχής του είτε για τα ταπεινά υποζύγια που καλούνταν να κάνουν τις αγγαρείες του στρατεύματος.
Για αυτό και έφτιαξε ? ήταν καθαρά δική του έμπνευση ? το έφιππο σώμα ευζώνων, το θρυλικό «σεϊτάν ασκέρ»! (τον στρατό του διαβόλου). Το σώμα αυτό το εμπνεύστηκε από τους Κοζάκους, στον πόλεμο της Οδησσού. Από εκεί έφερε και τον αγαπημένο του Μαύρο, που μάλλον ήταν ρώσικο άλογο τύπου «Ντον».
Με τον Μαύρο του, διοικούσε, πολεμούσε, κυνηγούσε, ή... κοιμόταν την ημέρα στη ράχη του στις μακριές κουραστικές πορείες. Μετά τη μάχη του Μπαλακισέρ, συνέλαβε αιχμάλωτο έναν Τούρκο στρατηγό με ένα καταπληκτικό άσπρο άλογο, που αρνιόταν να το παραδώσει... «Εχει ανθρώπινο μυαλό και του δίνω και την ψυχή μου. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό!» λέει ο Τούρκος στον Πλαστήρα.
«Αν από τον πόλεμο ζήσω εγώ και ζήσει και το άλογό σου, τότε σου δίνω τον λόγο μου να στο επιστρέψω, γιατί εσύ θα είσαι σίγουρα ζωντανός στην Αθήνα. Τώρα δεν το χρειάζεσαι!» του απάντησε ο Μαύρος Καβαλάρης
Το άλογο αυτό σκοτώθηκε στη μάχη του Σαλιχλί, αφού ο Πλαστήρας το ίππευσε σε ατέλειωτες νικηφόρες μάχες από το 1920 μέχρι το 1922.
Από την εποχή του τρωικού πολέμου και μέχρι την εκστρατεία της Μικράς Ασίας, είχε πλαστεί ένα «ιπποτικό ιδανικό» για τους αξιωματικούς όλων των στρατών και όλων των εποχών που πολέμησαν στην Ανατολή. Σύμφωνα με αυτό, κάποια λάφυρα χαρακτηρίζονταν ανεκτίμητα από όλους του αξιωματικούς των δυτικών στρατών: ένα αραβικό άλογο, τα γοργοπόδαρα λαγωνικά Τάζυ που κυνηγούσαν στις στέπες, ένα τουρκικό στρατιωτικό σπαθί, ή το κυνηγετικό όπλο ενός μπέη!Υπήρξε μια γενιά αξιωματικών που θα έδινε τα πάντα για να κυνηγάνε ένα ξημέρωμα στις στέπες της Ανατολής, έφιπποι σε ένα άλογο πειθήνιο και σίγουρο, με τα σκυλιά να κλαφουνάνε διώκοντας μια αντιλόπη.
Ο Πλαστήρας υπήρξε ένας από τους τελευταίους «ιππότες» αυτού του είδους. Και η λέξη «ιππότης» αφορούσε όχι μόνο τη σχέση του με το άλογο, αλλά και τη σχέση του με τον στρατιώτη ή τον αιχμάλωτο, με τον άνθρωπο και τη ζωή.
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, οφείλουμε να θυμηθούμε τον Μαύρο Καβαλάρη που πέθανε με διακόσιες δραχμές στην τσέπη του, τυλιγμένες με τις τρίχες από τη χαίτη του Μαύρου του, και με μόνη ιδιοκτησία ένα... κρεβάτι!
Για κάποιους στη ζωή πάντοτε υπάρχουν αξίες, ενώ για κάποιους άλλους υπάρχουν μόνο... τιμές.
Το όπλο του...
Το βελγικό αυτό Μπρανκάρ των φωτογραφιών ανήκε στον Νικόλαο Πλαστήρα και πωλήθηκε από το GUN & KNIFE CLUB του Χρήστου Χατζιώτη. Βρέθηκε στην κατοχή του καταστήματος από απογόνους μιας οικογένειας που στάθηκε πολύ κοντά στον Νικόλαο Πλαστήρα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Είναι σε ένα από τα τρία βελγικά δίκαννα που είχε στην κατοχή του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία. Αναμφισβήτητα πρόκειται για όπλο ποιότητας που απευθυνόταν σε εξέχοντα πρόσωπα . Να θυμίσουμε πως το Μπρανκάρ, είναι το μόνο ευρωπαϊκό όπλο που έχει αντίγραφο μηχανισμού Πέρντεϊ. Ο μηχανισμός αυτός δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντιγραφής, καθώς ήταν εξαιρετικά απαιτητικός στην κατασκευή.
Οταν ανακάλυψα τις πληροφορίες για τον κυνηγό Νικόλαο Πλαστήρα και άρχισα να διαβάζω για αυτόν, αντιμετώπισα ένα μεγάλο δίλημμα: να απομονώσω τη ζωή του Πλαστήρα-κυνηγού, ή να την εντάξω στην περιπετειώδη και συναρπαστική ζωή ενός άνδρα «μεγάλου», με όρους μεγαλείου που σήμερα δύσκολα πια ανακαλύπτεις στη δημόσια ζωή του τόπου;
Ο Ν. Πλαστήρας διηγείται ένα περιστατικό από το Αϊβαλί, όπου οι εύζωνοι του
συντάγματός του ανακάλυψαν ένα μεγάλο κοπάδι αγριογούρουνα.
Ο Πλαστήρας γεννήθηκε το 1883 στο Μορφοβούνι της Καρδίτσας. Απο μικρός έφτιαχνε ξύλινα τουφέκια για παιχνίδι, καθώς μεγάλωσε κοντά στη φύση όπου το κυνήγι ήταν τρόπος ζωής. Κατετάγη νωρίς και εντάχθηκε στο Μακεδονικό Σώμα. Κατάφερε και έγινε με την αξία του δεκτός στη Σχολή Αξιωματικών, σε μια εποχή που το μέσον και το... βύσμα βασίλευαν.
Από το 1904 μέχρι το 1909 νοίκιαζε ένα τσιφλίκι κοντά στο χωριό του, το Μπουλί, και εκεί κυνηγούσε συστηματικά στις άδειές του από τη Σχολή Αξιωματικών, με συγκυνηγό τον Σωτήρη Αργυρόπουλο. Ηταν δεινός σκοπευτής και οι κυνηγετικές του εκδρομές συνοδεύονταν από κλέφτικα τραγούδια, καλό κρασί και καλή παρέα.? Οι τότε συγκυνηγοί του τον περιγράφουν να ανεβαίνει το Στρογγυλοβούνι στο Βλοχό με... μια ανάσα, «πετώντας» κυριολεκτικά. Ηταν αεικίνητος, ανάλαφρος και ατσάλινος, με τεράστιες αντοχές.
Σε αυτά τα κυνήγια... τραυματίστηκε για πρώτη φορά, πριν καν αρχίσουν τα πολεμικά κατορθώματά του. Ηταν από σκάγια κυνηγού και έτσι κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή ένα... σκάγι στο αριστερό φρύδι! Κυνήγησε σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Γαλλία όπου έζησε αρκετά χρόνια, μέχρι... και στην Αφρική. Σύντροφός του στα κυνήγια ήταν και ο καθηγητής πανεπιστημίου Φωτεινός, προφανώς ο ίδιος που αργότερα σε ένα κυνήγι ενεπλάκη στην περιπέτεια απαγωγής με τη συμμορία του Γιαγκούλα, στην περιοχή της Κατερίνης (έχει γράψει σχετικά σε προηγούμενο τεύχος το «Εθνος ? Κυνήγι»).
Ο Ν. Πλαστήρας άρρωστος πια, λίγο πριν το τέλος.
Στη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, ο Ν. Πλαστήρας είχε στην κατοχή του τρία βελγικά δίκαννα, ένα εκ των οποίων (ένα υπέροχο Μπρανκάρ) πουλήθηκε προσφάτως από τον Χρήστο Χατζιώτη... Ο ίδιος πάντως, τις καλύτερες κυνηγετικές αναμνήσεις του τις έφερε από την εκστρατεία της Μικράς Ασίας.
Αφηγήσεις...
Στα «Κυνηγετικά Νέα» του 1952 ο Ν. Πλαστήρας διηγείται ένα περιστατικό από το Αϊβαλί, όπου οι εύζωνοι του συντάγματός του ανακάλυψαν ένα μεγάλο κοπάδι αγριογούρουνα (δεν τα κυνηγούσαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί και ήταν εξαιρετικά πολυάριθμα).
Ολα τα παράσημά του τα κέρδισε στα πεδία των μαχών.
Την πρώτη ημέρα, σε μια επιτυχημένη παγάνα, ο Πλαστήρας σκότωσε μόνος του έξι γουρούνια. Και επειδή, όπως συμβαίνει συχνά, η μια ανακάλυψη φέρνει την άλλη, αργότερα στο μέρος αυτό εντοπίσθηκε ένα πολύ μεγαλύτερο κοπάδι, με... πάνω από 150 ζώα!
Οργάνωσε λοιπόν μια μικρή εκστρατεία με όλη την κυνηγετική του ομάδα. Κουβάλησε μάλιστα ένα... πολυβόλο στο καρτέρι για να μπορέσει να σκοτώσει όσο δυνατό περισσότερα, καθώς το κρέας ήταν εξαιρετικά σπάνιο και πολύτιμο στο εκστρατευτικό σώμα.
Τα κυνήγια του Μαύρου Καβαλάρη!
Εστησε μια γιγάντια παγάνα που δυστυχώς ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή, καθώς ειδοποιήθηκε για ξαφνική επίθεση σε κάποιο σημείο του μετώπου, οπότε εγκατέλειψε τα γουρούνια στην ησυχία τους και έσπευσε να βοηθήσει με το σύνταγμά του.
Πάντοτε όμως αναπολούσε το χαμένο αυτό κυνήγι που, αν το πετύχαινε, θα ήταν το πιο... χοντρό κυνήγι της ζωής του! Παλιοί αξιωματικοί που είχαν ζήσει την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, έχουν διηγηθεί ότι πολλές μονάδες είχαν οργανωμένο σώμα κυνηγών για τις ανάγκες των στρατιωτών σε κρέας. Ο Πλαστήρας είχε δημιουργήσει ένα εξαιρετικά οργανωμένο τέτοιο «σώμα», στο οποίο έμπαινε... επικεφαλής σε κάθε ευκαιρία.
Τα κυνήγια του Μαύρου Καβαλάρη!
Είχε μάλιστα ένα κοπάδι καμιά σαρανταριά κυνηγόσκυλα κάθε μορφής και είδους, από λαγωνίκες Αφγανικού τύπου, μέχρι τσοπανόσκυλα και γκέκικα! Το κυνηγετικό «σώμα» του συντάγματός του ήταν στελεχωμένο με... ιχνηλάτες? τσολιάδες, αλλά και πληροφοριοδότες χωρικούς που βοηθούσαν στις παγάνες. Τέσσερα από τα κυνηγόσκυλα του Πλαστήρα κοιμόντουσαν πάντοτε μέσα στη σκηνή του, στα πόδια του στρατιωτικού του κρεβατιού. Ηταν ο Μαξ, ο Τρότσκι, η Λίζα και ο Μπογιαλίκ... Τα είχε φέρει μαζί του από την εκστρατεία της Οδησσού.
Ο φαρμακοποιός Γεράσιμος Οικονομίδης, που αργότερα ανέλαβε και πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Καβάλας, έχει περιγράψει ένα περιστατικό που συνέβη το 1921 με την κυνηγετική ομάδα του Πλαστήρα.
Η... διένεξη
Ηταν πρωί στην κατεστραμμένη γέφυρα του Μπανάζ, και ο στρατός αναπαυόταν μετά τη μάχη του Τομπλού - Μπουνάρ. Κάποια στιγμή μια αγέλη κυνηγόσκυλων εμφανίστηκε να καταδιώκει ένα μεγάλο αρσενικό ελάφι! Το ελάφι καταδιώκεται ανηλεώς μέχρι το στρατόπεδο, αφού οι διώκτες του έχουν αστοχήσει κατ' επανάληψη.
Φτάνει στο στρατόπεδο, όπου το πυροβολούν οι στρατιώτες του στρατοπέδου και το σκοτώνουν, αφού... αναποδογυρίζει το καζάνι του συσσιτίου. Στη συνέχεια το ελάφι σκεπάζεται με καμιά σαρανταριά... σαμάρια και κουβέρτες, για να κρυφτεί από τους δικαιούχους εύζωνους του Πλαστήρα που κατέφθασαν τρέχοντας μαζί με την αγέλη των σκύλων.
Οι διάλογοι μεταφέρονται αυτούσιοι... Ρωτούν οι εύζωνοι του Πλαστήρα σε άπταιστη... καρδιτσο-καραγκούνικη διάλεκτο:
-Ιδώ έχτε το ιλάφ που βαρέσαμε ιμείς; Πού ιντο;
-Οτ' θελς λες ισί ορέ; Δεν έχουμ' τίπτε δικό σας! απαντούν οι στρατιώτες
Καταφθάνουν οι υπόλοιποι τσολιάδες για ενισχύσεις και τα πνεύματα οξύνονται. Οι διαπραγματεύσεις αδιέξοδες! Καταφθάνει και ο Πλαστήρας έφιππος, με καμιά δεκαριά άλλους έφιππους συγκυνηγούς του.
-Πού είναι το ελάφι;
Ο ανθυπολοχαγός τότε Γ. Οικονομίδης τον οδήγησε στον... τύμβο από σαμάρια:
-Ιδού το ελάφι, του είπε
-Μας ανήκει το μισό κρέας, το κεφάλι και το τομάρι σύμφωνα με τα κυνηγετικά έθιμα, απαίτησε τότε ο συνταγματάρχης Πλαστήρας, για να πάρει την απάντηση:
-Κύριε συνταγματάρχα, σαν συνταγματάρχης προς ανθυπολοχαγόν, θα πάρετε ό,τι ζητάτε. Σαν κυνηγός προς κυνηγό όμως σας λέω ότι το κεφάλι και το τομάρι το παίρνει όποιος γκρεμίζει το ελάφι, και όχι όποιος το παγανίζει και το χουγιάζει,χωρίς να το ματώσει!
Ο Πλαστήρας γέλασε, μαλάκωσε και ενέδωσε τελικά, αποδίδοντας το τρόπαιο το ελαφιού στους δικαιούχους στρατιώτες. Ενα αυτοσχέδιο τσιμπούσι στήθηκε τότε ανάμεσα στις δύο μονάδες, με κρασί Μαγνησίας και μεζέδες από αγριογούρουνα και ζαρκάδια, που είχαν ήδη για το συσσίτιο.
-«Κοίτα μην το ξανακάμεις αυτό, χάθηκες» είπε φεύγοντας στον Οικονομίδη αντί για αποχαιρετισμό ο Πλαστήρας.
Τα άλογα....
Ο Μαύρος Καβαλάρης - ο «Καρά σουβαρί» ή «Καραπιπέρ» όπως τον αποκαλούσαν και φίλοι και εχθροί - όφειλε σε μεγάλο βαθμό τη λαμπρή του στρατιωτική καριέρα, στον ιδιαίτερο δεσμό και στην κατανόηση που είχε από παιδί με τη φύση, το ανάγλυφο του εδάφους, τους καιρούς και τα ζώα. Είχε εξαιρετικές γνώσεις γύρω από τα άλογα, είτε επρόκειτο για τα κορυφαία πολεμικά άτια της εποχής του είτε για τα ταπεινά υποζύγια που καλούνταν να κάνουν τις αγγαρείες του στρατεύματος.
Για αυτό και έφτιαξε ? ήταν καθαρά δική του έμπνευση ? το έφιππο σώμα ευζώνων, το θρυλικό «σεϊτάν ασκέρ»! (τον στρατό του διαβόλου). Το σώμα αυτό το εμπνεύστηκε από τους Κοζάκους, στον πόλεμο της Οδησσού. Από εκεί έφερε και τον αγαπημένο του Μαύρο, που μάλλον ήταν ρώσικο άλογο τύπου «Ντον».
Με τον Μαύρο του, διοικούσε, πολεμούσε, κυνηγούσε, ή... κοιμόταν την ημέρα στη ράχη του στις μακριές κουραστικές πορείες. Μετά τη μάχη του Μπαλακισέρ, συνέλαβε αιχμάλωτο έναν Τούρκο στρατηγό με ένα καταπληκτικό άσπρο άλογο, που αρνιόταν να το παραδώσει... «Εχει ανθρώπινο μυαλό και του δίνω και την ψυχή μου. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό!» λέει ο Τούρκος στον Πλαστήρα.
«Αν από τον πόλεμο ζήσω εγώ και ζήσει και το άλογό σου, τότε σου δίνω τον λόγο μου να στο επιστρέψω, γιατί εσύ θα είσαι σίγουρα ζωντανός στην Αθήνα. Τώρα δεν το χρειάζεσαι!» του απάντησε ο Μαύρος Καβαλάρης
Το άλογο αυτό σκοτώθηκε στη μάχη του Σαλιχλί, αφού ο Πλαστήρας το ίππευσε σε ατέλειωτες νικηφόρες μάχες από το 1920 μέχρι το 1922.
Από την εποχή του τρωικού πολέμου και μέχρι την εκστρατεία της Μικράς Ασίας, είχε πλαστεί ένα «ιπποτικό ιδανικό» για τους αξιωματικούς όλων των στρατών και όλων των εποχών που πολέμησαν στην Ανατολή. Σύμφωνα με αυτό, κάποια λάφυρα χαρακτηρίζονταν ανεκτίμητα από όλους του αξιωματικούς των δυτικών στρατών: ένα αραβικό άλογο, τα γοργοπόδαρα λαγωνικά Τάζυ που κυνηγούσαν στις στέπες, ένα τουρκικό στρατιωτικό σπαθί, ή το κυνηγετικό όπλο ενός μπέη!Υπήρξε μια γενιά αξιωματικών που θα έδινε τα πάντα για να κυνηγάνε ένα ξημέρωμα στις στέπες της Ανατολής, έφιπποι σε ένα άλογο πειθήνιο και σίγουρο, με τα σκυλιά να κλαφουνάνε διώκοντας μια αντιλόπη.
Ο Πλαστήρας υπήρξε ένας από τους τελευταίους «ιππότες» αυτού του είδους. Και η λέξη «ιππότης» αφορούσε όχι μόνο τη σχέση του με το άλογο, αλλά και τη σχέση του με τον στρατιώτη ή τον αιχμάλωτο, με τον άνθρωπο και τη ζωή.
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, οφείλουμε να θυμηθούμε τον Μαύρο Καβαλάρη που πέθανε με διακόσιες δραχμές στην τσέπη του, τυλιγμένες με τις τρίχες από τη χαίτη του Μαύρου του, και με μόνη ιδιοκτησία ένα... κρεβάτι!
Για κάποιους στη ζωή πάντοτε υπάρχουν αξίες, ενώ για κάποιους άλλους υπάρχουν μόνο... τιμές.
Το όπλο του...
Το βελγικό αυτό Μπρανκάρ των φωτογραφιών ανήκε στον Νικόλαο Πλαστήρα και πωλήθηκε από το GUN & KNIFE CLUB του Χρήστου Χατζιώτη. Βρέθηκε στην κατοχή του καταστήματος από απογόνους μιας οικογένειας που στάθηκε πολύ κοντά στον Νικόλαο Πλαστήρα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Είναι σε ένα από τα τρία βελγικά δίκαννα που είχε στην κατοχή του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία. Αναμφισβήτητα πρόκειται για όπλο ποιότητας που απευθυνόταν σε εξέχοντα πρόσωπα . Να θυμίσουμε πως το Μπρανκάρ, είναι το μόνο ευρωπαϊκό όπλο που έχει αντίγραφο μηχανισμού Πέρντεϊ. Ο μηχανισμός αυτός δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντιγραφής, καθώς ήταν εξαιρετικά απαιτητικός στην κατασκευή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αφηστε τα σχολια σας